- φαινικούχος
- ος, ο[ν] хим. феноловый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαινικούχος — α, θηλ. και ος, Ν χημ. αυτός που περιέχει φαινικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινικό (οξύ) + ουχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π. Ιωάννου] … Dictionary of Greek